πετευρίζομαι

πετευρίζομαι
πετευρ-ίζομαι,
A jump from a springboard, vault, perform acrobatic feats, Phld.Rh.1.74 S.: [tense] pf. πεπεταύρισται Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πετευρίζομαι — Α βλ. πεταυρίζω …   Dictionary of Greek

  • πεταυρίζω — ΝΑ και πετευρίζομαι Α [πέταυρον / πέτευρον] πηδώ ή χορεύω επάνω σε πέταυρο, κάνω ακροβατικές κινήσεις …   Dictionary of Greek

  • πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι …   Dictionary of Greek

  • πεταυριστής — ο, ΝΑ, και πετευριστής Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο …   Dictionary of Greek

  • πετευριστήρ — και πεταυριστήρ, ῆρος, ὁ Α 1. ακροβάτης 2. μτφ. ο ψύλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετευρίζομαι «αναπηδώ, χορεύω πάνω σε σανίδα» + επίθημα τήρ (πρβλ. κυβιστη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”